ὄκχη
Look at other dictionaries:
οκχή — ὀκχή, ἡ (Α) (δωρ. και ποιητ. τ. βλ. οχή … Dictionary of Greek
ὀκχῇ — ὀκχέω pres subj mp 2nd sg ὀκχέω pres ind mp 2nd sg ὀκχέω pres subj act 3rd sg ὀχέω hold fast pres subj mp 2nd sg ὀχέω hold fast pres ind mp 2nd sg ὀχέω hold fast pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχή — Βουνό της νότιας Εύβοιας (1.404 μ.), που καταλήγει στα Ν στα ακρωτήρια Μαντέλλο (Γεραιτός) και Παξιμάδι (Λευκή Ακτή), στα δε ΒΑ στον Καφηρέα (Κάβο Ντόρο, κοινά Βουνό της Καρύστου). Ψηλότερες κορυφές είναι ο Άγιος Ηλίας (1.398 μ.) και ο Ιούδας… … Dictionary of Greek